- σόλοικος
- -η, -ο / σόλοικος, -ον, ΝΑ1. (για πρόσ.) αυτός που διαπράττει σολοικισμούς κατά τη χρήση τής γλώσσας2. (για κείμενο ή λόγο) αυτός που παρουσιάζει σολοικισμούς, συντακτικά κυρίως λάθηνεοελλ.1. ανάρμοστος, απρεπής2. αυτός που δεν ταιριάζει σε μια συγκεκριμένη περίπτωσηαρχ.1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται με άξεστο τρόπο, αγροίκος, χωριάτης2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ σόλοικοιοι ξένοι.επίρρ...σόλοικα / σολοίκως ΝΑνεοελλ.με σολοικισμό, με γλωσσικά σφάλματααρχ.με άξεστο, με χονδροειδή τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σολοικίζω].
Dictionary of Greek. 2013.